παραθαλαττίους

παραθαλαττίους
παραθαλάσσιος
beside the sea
masc acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ενόδιος — ἐνόδιος, ία, ον και ἐνόδιος, ον (επικ. τ. εἰνόδιος, ίη, ον) (Α) [οδός] 1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή δίπλα στον δρόμο («τῶν γὰρ πόλεων τὰς ἐνοδίους καὶ παραθαλαττίους», Πλούτ.) 2. ο χρήσιμος για τον δρόμο 3. ως επίθ. τών θεών, τών οποίων έστηναν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”